- υγροποιητικός
- η , ό[ν] способствующий сжижению (газов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υγροποιητικός — ή, ό, Ν [υγροποιώ] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή, κυρίως, συντελεί στην υγροποίηση … Dictionary of Greek
υγροποιητικός — ή, ό που αναφέρεται ή συντελεί στην υγροποίηση (βλ. λ.), ρευστοποιητικός: Υγροποιητική θερμοκρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)